ανάπλωτος

ανάπλωτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν απλώθηκε
2. ο μη στρωμένος, άστρωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + απλωτός (πρβλ. άπλωτος, όπου η σημασία τής στερήσεως προήλθε από τον αναβιβασμό τού τόνου)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”